- αμαύλιστος
- -η, -ο [μαυλίζω]1. (για ζώα) αυτός που δεν τόν φώναξαν, δεν τόν κάλεσαν να συναχτεί μαζί με άλλους (κυρίως για κότες)2. αυτός που δεν παρασύρθηκε σε άπρεπες ή ανήθικες πράξεις από μαστρωπό3. αυτός που δεν μεταπείθεται με θωπείες ή δώρα.
Dictionary of Greek. 2013.